ἐπινοήσω

ἐπινοήσω
ἐπινοέω
think on
aor subj act 1st sg
ἐπινοέω
think on
fut ind act 1st sg
ἐπινοέω
think on
aor subj act 1st sg
ἐπινοέω
think on
fut ind act 1st sg
ἐπινοέω
think on
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἐπινοέω
think on
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”